ἐπίκληρος

ἐπίκληρος
ἐπίκληρ-ος, [dialect] Dor. [suff] ἐπικλήρ-κλᾱρος, ἡ ὁ only in Thom.Mag.p.138R.),
A heiress, Ar.Av.1653, V. 583. And.1.121, Lys.26.12, Pl.Lg.630e, Arist.Ath.9.2, Pol.1270a27, IG22.1165, Test.Epict.3.31, etc.;

ὥσπερ ἐπικλήρου . . ἀμφις βητήσων ἥκει Lys.24.14

.
2. c. dat., ἐ. τῇ ἀρχῇ (so codd.: prob. τῆς ἀρχῆς) heiress to the kingdom, D.H.1.70: c. gen.,

ἐ. οὐσίας μεγάλης Plu. Cleom.1

.
3. Astrol., perh. f.l. for ἔγκληρος, Cat.Cod.Astr.8(4).225.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επίκληρος — ἐπίκληρος και δωρ. τ. ἐπίκλαρος, η (Α) [κλήρος] 1. μοναχοκόρη που κληρονομούσε όλη την πατρική περιουσία και την οποία σύμφωνα με τον νόμο έπρεπε να τήν παντρευτεί ο πλησιέστερος συγγενής («νῡν δ’ ἔξεστι δοῡναί τε τὴν ἐπίκληρον ὅτω ἂν βούληται»,… …   Dictionary of Greek

  • Ἐπίκληρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίκληρος — heiress fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'πίκληρος — ἐπίκληρος , ἐπίκληρος heiress fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Эпиклерос —    • Έπίκληρος,          см. Hereditas, Наследства право, 3 …   Реальный словарь классических древностей

  • Ἐπικλήροις — Ἐπίκληρος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικλήροις — ἐπίκληρος heiress fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπικλήρου — Ἐπίκληρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικλήρου — ἐπίκληρος heiress fem gen sg ἐπικληρόω assign by lot pres imperat act 2nd sg ἐπικληρόω assign by lot pres imperat act 2nd sg ἐπικληρόω assign by lot imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐπικληρόω assign by lot imperf ind act 3rd sg (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπικλήρους — Ἐπίκληρος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικλήρους — ἐπίκληρος heiress fem acc pl ἐπικληρόω assign by lot imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) ἐπικληρόω assign by lot imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”